προπονώ

προπονώ
-ησα, -ήθηκα, -ημένος, προγυμνάζω: Οι αθλητές δεν προπονήθηκαν αρκετά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προπονώ — προπονώ, προπόνησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: προπονώ, προπονούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω, αγαπιέμαι (βλ. πίν. 58 , 59 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προπονώ — προπονῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. προγυμνάζω αθλητή ή αθλητική ομάδα προκειμένου να διεκδικήσει τη νίκη σε έναν αγώνα 2. μέσ. προπονούμαι κάνω προπόνηση αρχ. 1. κοπιάζω προηγουμένως 2. κοπιάζω για χάρη κάποιου ή υπερασπίζοντας κάποιον 3. μοχθώ για να… …   Dictionary of Greek

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προπονητής — ο, Ν (αθλ.) 1. άτομο ειδικευμένο στην προγύμναση αθλητών στίβου ή αθλητικών ομάδων ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϋ κ.ά., που επιδιώκει τη βελτίωση τής τεχνικής και τη διατήρηση τής καλής σωματικής κατάστασης τών αθλητών του και την επίτευξη όσο το… …   Dictionary of Greek

  • προπόνηση — η, Ν (αθλ.) προγύμναση ενός αθλητή ή μιας αθλητικής ομάδας με στόχο τη διατήρηση τής αγωνιστικότητας αλλά και την τεχνική και φυσική βελτίωση κάθε αγωνιζόμενου, προγύμναση που γίνεται μεθοδικά έτσι ώστε οι αθλητές να παρουσιάζουν τη μέγιστη… …   Dictionary of Greek

  • προπονούμαι — προπονούμαι, προπονήθηκα, προπονημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: προπονώ, προπονούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω, αγαπιέμαι (βλ. πίν. 58 , 59 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκγυμνάζω — εκγύμνασα, εκγυμνάστηκα, εκγυμνασμένος, μτβ. 1. γυμνάζω τελείως, εξασκώ, προπονώ: Εκγυμνάστηκε στην ιππασία. 2. (για ζώα), με κατάλληλη άσκηση δαμάζω ζώο και το κάνω ικανό για ορισμένα γυμνάσματα, το ντρεσάρω: Εκγυμνάζει λιοντάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκπονώ — εκπόνησα, εκπονήθηκα, εκπονημένος, μτβ. 1. κατασκευάζω κάτι με κόπο και επιμέλεια, επεξεργάζομαι: Ο Γρυπάρης εκπόνησε τη μετάφραση του Αισχύλου. 2. εξασκώ κάποιον, εκγυμνάζω, προπονώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”